Το μέρος όπου κλαίνε και οι πατεράδες
[Στον Γασσάν Καναφανί]

«Ήταν 5-6 χρόνια μεγαλύτερός μου. Προσπαθούσε να μου εξηγήσει ότι τρομερά πράγματα συνέβαιναν εκεί, κι εγώ [ούτε ξέρω γιατί] –‘πνεύμα αντιλογίας’ του πήγαινα κόντρα, ήθελα να ‘μαι τάχα σκληρός, όπως νόμιζα ότι κάνουνε οι άντρες. Μου είπε πως οι μανάδες συνέχεια κλαίνε και τα παιδιά πεθαίνουν – οι στρατιώτες τα πυροβολούν ή μια βόμβα καίει τα σπίτια και τα σπλάχνα τους. Κι εγώ απαντούσα, 'μα οι μανάδες παντού μπορεί να κλαίνε προχθές κιόλας είδα τη δικιά μου που έβλεπε ένα έργο και έμπηξε τα κλάματα’. Μου είπε ότι οι γριές χάνουν τα λογικά τους από τον θρήνο για τα χαμένα εγγόνια, κι εγώ του έλεγα ότι οι γριές πάντα τα έχουν χαμένα και ψιθυρίζουν πριν πέσουν για ύπνο κάτι ακαταλαβίστικα λόγια πεσμένες στα γόνατα. Μου είπε ακόμα ότι βιάζουν συχνά τα κορίτσια κι εγώ απέμεινα να σηκώνω τους ώμους. Μα λίγο πριν σηκωθεί μου είπε ότι εκεί κλαίνε με λυγμούς -σαν παιδιά- κι οι πατεράδες, και τότε εγώ γούρλωσα τα μάτια μου και δίχως να καταλάβω πώς άρχισα να ουρλιάζω: ‘ψέματα, λες ψέματα’, όλα τα υπόλοιπα ίσως να τα πίστευα όμως όχι κι αυτό το απίθανο ψέμα. Εγώ που είχα δει τον πατέρα να μη χύνει δάκρυ πάνω απ’ το σκάμμα της μάνας του που τη λάτρευε του φώναξα ότι οι πατεράδες δεν κλαίνε ποτέ πουθενά. Κι εκείνος τότε σηκώθηκε με ακούμπησε δίχως κακία στον ώμο και μου είπε ότι εκείνο ήταν το μέρος όπου κλαίνε και οι πατεράδες…
Πέρασαν χρόνια μέχρι να καταλάβω γιατί αντέδρασα έτσι τότε. Δεν υπάρχει –το πιστεύω ακόμα και σήμερα– πιο καθαρή εικόνα της απελπισίας από το σπαρακτικό κλάμα του άντρα. Εκείνο που αλλού λεν ντροπή δεν έχει πια καμιά σημασία.

Άφησα πίσω μου αυτές τις μπερδεμένες και μισοξεχασμένες σκέψεις καθώς φτάναμε πλέον μαζί με τους υπόλοιπους στο πέρασμα της Ράφα. Πίσω του εκτείνονταν η γη της Παλαιστίνης, που εγώ την ήξερα ήδη ως το μέρος όπου κλαίνε και οι πατεράδες».


Πηγή: Άνθος του Κακού