Η εξουσία είναι προϋπόθεση του εγκλήματος –
Για το πέρασμα από την προσωπική μαρτυρία στον συλλογικό αγώνα!


«Οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης είναι σε κάθε εποχή οι κυρίαρχες ιδέες»
Καρλ Μαρξ


Ενώ πυκνώνουν οι δημόσιες καταγγελίες που αφορούν σε σεξουαλική παρενόχληση ή κακοποίηση, ταυτόχρονα με άλλες που αφορούν εργασιακή κακομεταχείριση σε χώρους όπως της τέχνης και του αθλητισμού έχει αξία να προσεγγίσουμε το ζήτημα με ορισμένες σκέψεις, οι οποίες στο κέντρο τους έχουν τους όρους ζωής των από τα κάτω και το πως οι διάφορες εξελίξεις στον τρόπο που γίνονται κατανοητά αυτά τα περιστατικά επηρεάζουν το σύνολο των ιδεών μιας κοινωνίας.


Όλες οι μορφές παρενόχλησης και κακοποίησης αποτελούν εκφράσεις σχέσεων εξουσίας. Μάλιστα στη συντριπτική τους πλειοψηφία αποτελούν αποτυπώματα οργανωμένων και ιεραρχημένων σχέσεων ανισοκατανομής κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής ή πολιτισμικής δύναμης. Ουσιαστικά μόνη επιμέρους εξαίρεση σε αυτήν την ευθεία αντιστοιχία αποτελούν μόνο τα σπάνια περιστατικά, όπου κάποιος από τη μάζα των απόκληρων υιοθετεί εγκληματική συμπεριφορά, εάν για παράδειγμα ένας μετανάστης επιτεθεί σεξουαλικά σε ημεδαπή, αντιστρέφοντας προσωρινά (αλλά εξίσου βασανιστικά για το θύμα) το κοινωνικό status quo, μόνο και μόνο για να υπογραμμίσει ότι η γυναίκα μπορεί να αποτελεί πάντα, κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις στόχο σεξουαλικής επίθεσης. Αυτού του είδους τα περιστατικά που απασχολούν ενίοτε τα αστυνομικά ρεπορτάζ αποτελούν ωστόσο, ως φαίνεται, κλάσμα στο σύνολο των περιστατικών κακοποίησης που, όπως ήταν αναμενόμενο, παράγονται με ρυθμούς βαριάς βιομηχανίας από τις εδραιωμένες σχέσεις εξουσίας. Το κοινωνικό κίνημα έχει κατορθώσει να ταξινομήσει αρνητικά πλέον τις ιστορίες που, όπως αυτή στο γνωστό βιβλίο του Μπόρις Βιαν Θα φτύσω στους τάφους σας, οι μειονότητες ξεσπούν την τυφλή εκδικητική οργή τους σε συμβολικούς «στόχους», όμως ακόμα βρίσκεται στη διαδικασία επεξεργασίας των νέων δεδομένων που έχουν προκύψει από τη διάχυση στον δημόσιο λόγο των καταγγελιών κακοποίησης.


Ένα ερώτημα που έχει αναδυθεί, αν και για λάθος λόγους, δίνει ένα αναλυτικό στοιχείο και έχει να κάνει με τον χρόνο που κοινοποιούνται οι μαζικές δηλώσεις περί κακοποίησης. Το γνωστό «γιατί τώρα;» έχει χρησιμοποιηθεί ως (ασυνάρτητο -όπως όλα άλλωστε) «επιχείρημα» των συντηρητικών κύκλων που προσπαθούν να υπερασπιστούν τη διαιώνιση της συγκεκριμένης μορφής κυριαρχίας και να δικαιολογήσουν τις εξουσιαστικές και αυταρχικές συμπεριφορές. Στην πραγματικότητα η διερώτηση έχει αξία, αν κατανοήσουμε ότι το χρονικό σημείο αναδεικνύει ένα ρήγμα στον μέχρι πρότινος ισχυρά εδραιωμένο συσχετισμό εξουσίας ανάμεσα σε όσους και όσες είχαν υποστεί την κακοποίηση και σε όσους και όσες την παρήγαγαν. Όσο εύκολο θα ήταν για τον κομματικό και παραγοντικό κήνσορα να προβεί στις ειδεχθείς πράξεις του απέναντι σε μια άσημη -τότε- νεαρή αθλήτρια, τόσο δύσκολο θα είναι σήμερα να υπερασπιστεί τον εαυτό του απέναντι σε μια διάσημη και λαοφιλή Ολυμπιονίκη. Από την πρώτη στιγμή άλλωστε η πολιτική ηγεσία, καταλαβαίνοντας τι διακυβεύεται εγκατέλειψε τον κομματάρχη για να «συνταχθεί» με το θύμα. Ασφαλώς τίποτε παρόμοιο δεν συνέβη όταν ένας άλλος, κυβερνητικός αυτή τη φορά παράγοντας, (Ν. Γεωργιάδης) συλλήφθηκε για τη σεξουαλική κακοποίηση ανήλικων αγοριών στη Μολδαβία έναντι αμοιβής, ενώ «εκτελούσε χρέη» διπλωμάτη της χώρας. Καμία δήλωση συμπαράστασης δεν υπήρξε στα θύματα τότε, παρά μόνο τόνοι συγκάλυψης -κι είναι λογικό- τα νεαρά αγόρια των φτωχογειτονιών της Μολδαβίας δεν έχουν φωνή και δεν μπορούν να «τσαλακώσουν» την εικόνα του πρωθυπουργού (ενώ επίσης δεν ψηφίζουν). Όμως ας παραδεχτούμε ότι το να αποκαλύπτουμε την υποκρισία των εξουσιαστών (και) σε αυτό το πεδίο είναι μάλλον σαν να παραβιάζουμε ανοικτές θύρες.


Η ιεράρχηση όμως των καταγγελιών επίσης εμφανίστηκε σταδιακά με τους όρους που επιβάλει η μιντιακή διαμεσολάβηση. Η οποία θεωρήθηκε ως «αυτονόητη» καθώς όλα τα συλλογικά εγχειρήματα έχουν εξαρθρωθεί από την απόλυτη κυριαρχία του ατομισμού. Κάπως έτσι η υπόθεση της «σχέσης» που διατηρούσε προπονητής ιστιοπλοΐας με ανήλικη, γρήγορα επισκιάστηκε από τις υπόλοιπες καταγγελίες, ενώ γρήγορα αυτές αυξήθηκαν μεν αλλά περιορίστηκαν στον χώρο του θεάτρου ή γενικότερα του θεάματος. Το κοινό νήμα που ενώνει τον αθλητισμό και το θέαμα αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό που μοιράζονταν οι καταγγέλλουσες και καθοριστική προϋπόθεση για την υποστήριξη των δηλώσεών τους: φήμη. Το γεγονός ότι σήμερα τοποθετούνται ως διάσημες και πετυχημένες γυναίκες ενός χώρου, του καλλιτεχνικού, τον οποίο μπορεί να παρακολουθήσει εύκολα (αν και απολύτως έμμεσα) η κοινωνία, τους έδωσε πρόσβαση στο δεύτερο πιο σημαντικό (μετά την προσωπική θαρραλέα απόφαση) στοιχείο που χρειάζεται σε αυτές τις περιπτώσεις: τη δημοσιότητα -και μάλιστα στα μεγάλα ιδιωτικά κανάλια. Τα ίδια κανάλια βέβαια που στα παρασκήνια ή και στα προσκήνια τους αναπαράγονται ακριβώς τα ίδια και χειρότερα, ενώ γενικά μεγάλο κομμάτι της βασικής λειτουργίας τους είναι να αναπαράγουν τη βορβορώδη κουλτούρα των κακοποιήσεων σεξουαλικών, εργασιακών και άλλων ενόσω υποστηρίζουν και καλύπτουν τους κακοποιητές των ζωών όλων των καταπιεσμένων: το πολιτικό προσωπικό και τους μεγαλοεπιχειρηματίες. Και αν κάποιοι θεωρήσουν ότι «δεν είναι ώρα» για να μιλήσουμε για τον ρόλο των ΜΜΕ, (όπως σίγουρα δεν είναι ώρα να αποθεώσουμε τις τηλεπερσόνες) ξεχνούν ότι το μόνο που μπορεί να παραχθεί εκτός από προπαγάνδα στα Μέσα παραπληροφόρησης είναι οι όροι ενσωμάτωσης, διαλογής και «ήπιας διαχείρισης» των καταγγελιών. Αυτό που επιλέγουν να ξεχάσουν πολλοί είναι ότι το άλλο μισό του προβλήματος περί του ποιοι έχουν λόγο στα ΜΜΕ είναι το ποιοι δεν θα αποκτήσουν ποτέ!


Αυτή λοιπόν είναι μια δριμεία και δημόσια αγανάκτηση που ξεκινάει από ένα κομμάτι της νεότερης ελίτ ενός συγκεκριμένου χώρου, ο οποίος δεν διαφέρει από άλλους εργασιακούς χώρους σε πολλά, πέρα ίσως από την έκταση της συγκάλυψης πασίγνωστων γεγονότων και της απροκάλυπτης επιβράβευσης των πρωταγωνιστών της αθλιότητας, από τους υπεύθυνους φορείς, όπως για παράδειγμα, αυτή του (πρώην) καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου. Σε αυτήν την περίπτωση η πολιτική εξουσία δεν είναι καν υποκριτική, αλλά σθεναρά υπέρμαχη των επιλογών της και των τέκνων της.


Καμωμένη με αυτά τα υλικά η συγκεκριμένη διαδικασία των καταγγελιών πιθανότατα δεν θα μπορέσει από μόνη της να έχει άμεσα θετικό αντίκτυπο στις πληβειακές μάζες. Θα ήταν μάλλον αφελές να πιστέψουμε ότι μια αλλοδαπή εργαζόμενη σε ξενοδοχειακή μονάδα σε νησί την τουριστική περίοδο θα καταγγείλει στην τηλεόραση τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις ή την επιθετική, αυταρχική και κακοποιητική συμπεριφορά του αφεντικού ή του υπεύθυνού της επειδή η κ. Δούκα κατήγγειλε τον κ. Κιμούλη για την εξουσιαστική συμπεριφορά του. Θα ήταν πέρα από τα όρια του αφελούς στην επικράτεια του γελοίου να πιστέψουμε ότι κι αν ακόμη γινόταν αυτό θα υπήρχε έστω κι ένας τοπικός πειρατικός ραδιοσταθμός για να μεταδώσει τη (συνηθισμένη) είδηση, πόσο μάλλον ένα κανάλι. Σε ένα ακόμη πιο απλό σενάριο, αν μια φίλη ή ένας φίλος μας θέλει να μιλήσει για κάτι που του συνέβη στη δουλειά, στον δρόμο, στο λεωφορείο ή στο πανεπιστήμιο και το νοσοκομείο που μπορεί να απευθυνθεί; Ο συλλογικός αντικαθεστωτικός λόγος στην πραγματικότητα αποτελεί τη μόνη διέξοδο έκφρασης και αντίστασης και είναι αυτός που προετοιμάζει υπόγεια την κοινότητα για να ακούσει την αδικία. Οι μάζες των αποκλεισμένων γυναικών, των εργατριών, των μεταναστριών που δέχονται την καθημερινή κακοποίηση στους χώρους της μισθωτής σκλαβιάς και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του κράτους δεν θα αποκτήσουν ποτέ ούτε τη φήμη ούτε τη δημοσιότητα που θα τους έδινε βήμα, το δράμα τους δεν μπορεί να αναπαραχθεί γιατί θίγει ακόμη πιο έντονα την ίδια την ουσία της καταπίεσης, θα πρέπει να βρουν τα δικά τους συλλογικά εργαλεία για να σταθούν στα πόδια τους, να δυναμώσουν να χειραφετηθούν. Μπορούν όμως να αντλήσουν από τη δυναμική αυτών των μαρτυριών για την υπεράσπιση των δικών τους διεκδικήσεων.


Αυτές οι παρατηρήσεις δεν πρέπει να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη διαδικασία των δημόσιων καταγγελιών δεν αφορά το σύνολο της κοινωνίας. Αφενός εάν οι καταγγελίες που έγιναν κυρίως από διάσημους ηθοποιούς και αθλητές δεν έβρισκαν καμία απήχηση τότε θα αποδεικνύονταν ότι το κοινωνικό πεδίο δεν ήταν έτοιμο για αυτού του είδους (και κανενός άλλου παρόμοιου) τον δημόσιο λόγο. Τα περιθώρια θα στένευαν ακόμη περισσότερο. Αφετέρου ήδη, έστω και σε έναν πολύ περιορισμένο βαθμό, άρχισαν να πλαισιώνουν τις υπάρχουσες μαρτυρίες και άλλες αντίστοιχες, ανθρώπων που δεν είναι διάσημοι αλλά έχουν υποστεί σειρά βίαιων επιθέσεων. Εδώ βέβαια αξίζει να σημειώσουμε ότι αυτές οι δεύτερες καταγγελίες δύσκολα θα έπαιρναν τον δρόμο τους προς τη δημοσιότητα χωρίς την ύπαρξη των πρώτων, ενώ η πρόσβαση στη δημοσιότητα σε αυτές τις περιπτώσεις δεν προκύπτει από το πόσο δημοφιλή είναι τα θύματα αλλά από το πόσο απασχολούν τη δημοσιότητα οι θύτες. Τα ΜΜΕ που είναι πριν από οτιδήποτε άλλο ένα δημόσιο πεδίο κανιβαλισμού, αφού κερδίσουν ότι μπορούν από την πτώση των παλιών ειδώλων θα δημιουργήσουν τα επόμενα κατ’ εικόνα και ομοίωση των «έκπτωτων». Και η ζωή θα συνεχίζεται, γιατί όσο δεν θίγεται ο πυρήνας των σχέσεων εξουσίας που είναι η εξουσία καθαυτή, η κυριαρχία και η επιβολή που αναπαράγονται από την καπιταλιστική ζούγκλα και εξυπηρετούνται από την κρατική βαρβαρότητα θα συνεχίσουν να οπλίζουν το χέρι του ισχυρού σε όλες τις βαθμίδες της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης. Όσο βασικές αξίες της κοινωνίας θα συνεχίσουν να θεωρούνται η «επιτυχία», η καριέρα, η φήμη, τα χρήματα, η δύναμη... και όχι ο σεβασμός, η αλληλεγγύη, η συμμετοχή, η συλλογικότητα. Πέρα από την ψυχολογική διάσταση της «κατάχρησης» της δύναμης, οφείλουμε να θυμόμαστε ότι: δύναμη σημαίνει προνόμιο και προνόμιο σημαίνει καταπίεση.


Σε κάθε περίπτωση ο δημόσιος λόγος έχει κατακλυστεί για πρώτη φορά από την ανάδειξη μιας σειράς από τις αθλιότερες μορφές που μπορεί να πάρει η εξουσιαστική επιβολή. Πέρα από την προσωπική εκδίκηση [η οποία σημειωτέον είναι απολύτως θεμιτή] ένας απόηχος του αιτήματος για την αλλαγή παραδείγματος ίσως φτάσει στον κοινωνικό πυθμένα, όμως το κύμα καταγγελιών δεν προβλέπει έναν ορίζοντα σύνδεσης των επιμέρους περιστατικών σε μια αφήγηση συνολικής αντιπαράθεσης. Αν και όσοι μιλούν, πολλές φορές δίχως καν να το συνειδητοποιούν, δηλώνουν ότι κάθε εξουσία είναι έγκλημα το κύμα αγανάκτησης θα αναγκαστεί πιθανότατα να αναδιπλωθεί σε ένα άλλο επιμέρους αίτημα, επειδή δεν διαθέτει ούτε τον τρόπο ούτε τα μέσα για να επιτεθεί καθολικά στις αιτίες που κάνουν την εξουσία να μοιάζει (και να είναι σε όσους ασπάζονται την κυρίαρχη αντίληψη) απαραίτητη στις σχέσεις που αναπτύσσονται στον σημερινό κοινωνικό σχηματισμό. Αυτή είναι η δική μας δουλειά. Μέσα από την άοκνη προσπάθεια να ανασυγκροτηθούν συλλογικά σώματα που εκτός των άλλων θα προστατεύουν και τα φυσικά σώματα των μελών τους από τις παραβιάσεις, και με την ενιαία δράση τους θα κατορθώσουν να αλλάξει στρατόπεδο ο φόβος. Ήδη αυτή η δουλειά συμβαίνει εδώ και καιρό. Θα συνεχιστεί μέσα από σωματεία, συλλογικές κινήσεις, όπως οι πρωτοβουλίες των φοιτητών στο ΚΘΒΕ και στο Εθνικό Θέατρο, αλλά και σε οποιονδήποτε άλλο εργασιακό και κοινωνικό χώρο, η νίκη των καταπιεσμένων περνάει μέσα από την ανασύσταση της κοινωνικής αλληλεγγύης, της δημόσιας διεκδίκησης, της άμεσης δράσης εναντίον των καθαρμάτων πάσης φύσης που λυμαίνονται ζωές, σώματα, ελπίδες κι όνειρα. Μια άλλη ζωή είναι εφικτή και θα ’ναι όμορφη πολύ, όταν ο τελευταίος «παράγοντας» εγκαταλείψει τη δημόσια σκηνή μαζί με τον τελευταίο σκηνοθέτη. Όμως προϋπόθεση για τούτο είναι να μην υπάρχουν κομπάρσοι, αλλά αγωνιζόμενοι άνθρωποι αποφασισμένοι να πάρουν ολόκληρη τη ζωή τους στα χέρια τους.