Όποιος κινούνταν το Νοέμβρη του 2005, κατά τη διάρκεια της εξέγερσης των προαστίων στην τεράστια έκταση του Παρισιού θα υπέθετε πως αυτά που γράφουν οι εφημερίδες και δείχνουν τα κανάλια, συμβαίνουν έξω από τη ζωή τη δική του και της πόλης, κάπου πολύ μακριά.

Για την εξέγερση των κολασμένων στα γαλλικά προάστια το Νοέμβρη του 2005
Η αφορμή για το ξέσπασμα

Όποιος κινούνταν το Νοέμβρη του 2005, κατά τη διάρκεια της εξέγερσης των προαστίων στην τεράστια έκταση του Παρισιού θα υπέθετε πως αυτά που γράφουν οι εφημερίδες και δείχνουν τα κανάλια, συμβαίνουν έξω από τη ζωή τη δική του και της πόλης, κάπου πολύ μακριά.

Μόνον η αυξημένη αστυνόμευση και οι έλεγχοι σε εκείνες τις γραμμές του μετρό που κατέληγαν στα εξεγερμένα προάστια προκαλούσαν την απορία και τη συνήθεια των κατοίκων, των τουριστών και των επισκεπτών. Η εξέγερση του Νοέμβρη ήταν κάτι που συνέβαινε στην καρδιά της Ευρώπης αλλά έξω από το ορατό κέντρο της, στο όριο, στο ευκρινές σύνορο που χωρίζει δύο (τουλάχιστον) κόσμους.

Ήταν στις 27 Οκτώβρη 2005 όταν ο Μουιτίν Αλτούν, 17 χρονών, ο Ζιέντ Μπένα, 17 χρονών, και ο Μπούνα Ταορέ, 15 χρονών, ενώ κατευθύνονταν προς τα σπίτια τους ύστερα από έναν αγώνα ποδοσφαίρου σ’ ένα γήπεδο στο προάστιο Κλισύ Σου Μπουά, άκουσαν τη σειρήνα ενός περιπολικού. Ο Μπούνα φώναξε στους υπόλοιπους να τρέξουν. Κάποιος άνδρας ιδιωτικής εταιρίας φύλαξης που βρισκόταν σε παρακείμενο κτίριο είχε φωνάξει την αστυνομία πιστεύοντας πως τα τρία παιδιά είχαν καταπατήσει ιδιωτικό χώρο. Ο Μουιτίν, Ο Ζιέντ και ο Μπούνα πήδηξαν τον φράχτη ενός ηλεκτρικού υποσταθμού που βρισκόταν εκεί κοντά για να γλιτώσουν από τους μπάτσους, αλλά μόνο ο Μουιτίν επέζησε. Ο Ζιέντ και ο Μπούνα πέθαναν από ηλεκτροπληξία. Η αστυνομία αρνήθηκε ότι είδε τους νέους να μπαίνουν στον υποσταθμό. Το περιστατικό αυτό δεν θα απασχολούσε καν τη δημόσια σφαίρα, καθώς τέτοιου είδους ανθρωποκυνηγητά εκτυλίσσονται καθημερινά στα προάστια του Παρισιού. Αυτό που το κατέστησε κεντρικό ως γεγονός ήταν η γενικευμένη, μαζική και υπερεντατική έκρηξη βίας που το ακολούθησε.

Όταν το συμβάν έγινε γνωστό, νέοι από όλα τα γύρω οικιστικά συγκροτήματα βγήκαν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν. Σε μια μικρής κλίμακας σύγκρουση με την αστυνομία, εκείνο το βράδυ κάηκαν 15 αυτοκίνητα. Το επόμενο βράδυ η σύγκρουση επεκτάθηκε και 300 αστυνομικοί κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν τους περίπου 400 νέους που μαζεύτηκαν από την περιοχή. Την επόμενη μέρα οι κάτοικοι της γειτονιάς έκαναν μια ειρηνική πορεία, ζητώντας τόσο να αποδοθεί δικαιοσύνη για το θάνατο των δύο παιδιών, όσο και να επικρατήσει ηρεμία. Οι εμπρησμοί σε οχήματα συνεχίστηκαν. Οι επιθέσεις οξύνθηκαν και πολλαπλασιάστηκαν με αφορμή μια δήλωση του τότε υπουργού εσωτερικών Νικολά Σαρκοζί στις 30 Οκτώβρη, ο οποίος προκλητικά χαρακτήρισε τους κατοίκους των περιοχών αυτών ως «αποβράσματα» (racailles) και πως αυτό που χρειάζονται είναι «ένα καλό πλύσιμο με πιεστικό». Την ίδια στιγμή οι επιθέσεις των μπάτσων ξεκινούσαν στο Κλισύ, ενώ εντός των επόμενων ημερών οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν σε όλα τα γύρω οικιστικά συγκροτήματα των παρισινών προαστίων, με τα οδοφράγματα και τα φλεγόμενα αυτοκίνητα να γίνονται καθημερινό θέαμα.

Το ευρωπαϊκό δόγμα ασφάλειας σε εφαρμογή με τρόπο απόλυτα επιθετικό

Στις 7 Νοέμβρη, μετά από δύο εβδομάδες συγκρούσεων στα προάστια γύρω από το Παρίσι και άλλες πόλεις, με 8.400 καμμένα αυτοκίνητα και 2.600 συλλήψεις σε πάνω από 100 πόλεις της χώρας, το γαλλικό κράτος, δια στόματος του Γάλλου πρωθυπουργού Ντομινίκ ντε Βιλπέν απάντησε με μέτρα άγριας καταστολής. Ανασύροντας ένα νόμο του 1955, από την περίοδο δηλαδή του αποικιοκρατικού πολέμου στην Αλγερία, απαγόρευσε την κυκλοφορία σε τμήματα της επικράτειας του, πεζή ή μηχανοκίνητη, σε όλους τους ανηλίκους χωρίς συνοδό από τις 10 το βράδυ ως τις 6 το πρωί, ενώ ταυτόχρονια παρείχε τη δυνατότητα στην αστυνομία να διενεργεί ελέγχους και έρευνες οπουδήποτε και οποτεδήποτε χωρίς δικαστική έγκσριση ή εντολή. Tο μέτρο αυτό, που για μια αρχική περίοδο δώδεκα ημερών έδινε το δικαίωμα στις τοπικές αρχές να επιβάλλουν απαγόρευση κυκλοφορίας στις περιοχές τους, εξουσιοδοτούσε τον υπουργό εσωτερικών να κλείνει δημόσιους χώρους, να διατάζει έρευνες και συλλήψεις, εισβολές σε σπίτια και λογοκρισία του τύπου, προβλέπεται από έναν νόμο του 1955, που ψηφίστηκε για να αποδυναμώσει την υποστήριξη στον αντιαποικιακό αγώνα των αλγερινών.

«Η αστυνομία είναι η αστυνομία της δημοκρατίας. Διατηρεί την τάξη της δημοκρατίας. Εάν δεν το έκανε, ποια τάξη θα την αντικαθιστούσε; Της μαφίας ή του θρησκευτικού ολοκληρωτισμού και των εξτρεμιστών;» δήλωνε ο τότε υπουργός δημόσιας τάξης και μετέπειτα πρόεδρος της Γαλλίας, Νικολά Σαρκοζί, προδιαγράφοντας το μέλλον.

Οι ταραχές δεν τερματίστηκαν αμέσως, αλλά περιορίστηκαν και σταδιακά έπαψαν. Το καθεστώς έκτακτης ανάγκης ήρθη και τυπικά με προεδρικό διάταγμα στις 4 Ιανουαρίου του 2006.

Cités ή αλλιώς «τόποι εξορίας»

Ήταν στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και, σε μεγαλύτερο βαθμό, μετά το τέλος του αλγερινού πολέμου (1954-1962) όταν τα Cités ξεκίνησαν να δημιουργούνται στα προάστια του Παρισιού –και στη συνέχεια επεκτάθηκαν σε όλες τις σημαντικές πόλεις της χώρας. Τότε, το γαλλικό κράτος χρειαζόταν εργατικά χέρια για την ανοικοδόμηση της χώρας μετά τις καταστροφές που προκάλεσε ο πόλεμος. Χιλιάδες μετανάστες προερχόμενοι κυρίως από τις παλιές γαλλικές αποικίες (Μαγκρέμπ, Σενεγάλη κλπ.) συγκεντρώθηκαν εδώ προκειμένου να βρουν δουλειά, στέγη και μια καλύτερη ζωή. Η γαλλική κυβέρνηση υλοποιώντας τη μεταναστευτική στρατηγική της ενσωμάτωσης τους έδωσε σχετικά εύκολα τη γαλλική υπηκοότητα.

Ο πληθυσμός αυτός ήταν στην πλειοψηφία του οικονομικά ασθενής, μουσουλμανικού θρησκεύματος και μαύρου ή μελαψού χρώματος. Η δημιουργία τεράστιων οικιστικών συγκροτημάτων μακριά από το κέντρο του Παρισιού ήταν η απάντηση του γαλλικού κράτους στην μαζική συγκέντρωση εκατοντάδων χιλιάδων Αφρικανών μεταναστών γύρω από το κέντρο της πόλης. Στέλνοντας τους μακριά εξασφάλιζε συνθήκες ομαλότητας στο κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό κέντρο και περιθωριοποιούσε το πρόβλημα, υποβιβάζοντας το παράλληλα απλά ως ένα ζήτημα δημόσιας ασφάλειας και χωρικού ελέγχου, διαλύοντας με τον τρόπο αυτό και τις παραγκουπόλεις που είχαν φτιάξει στις παρυφές της μητρόπολης.

Αυτό άλλωστε δεν ίσχυσε μόνο για τους μετανάστες. Το ίδιο έγινε και με τους φτωχούς λευκούς Γάλλους πολίτες που μετακινήθηκαν προς τα εκεί έχοντας ταυτόχρονα και την ψευδαίσθηση της αναβάθμισης του κοινωνικού τους στάτους με τη μεταφορά τους αυτή. Στην ουσία, πίσω από το ζήτημα της ασφάλειας, ένας μεγαλεπήβολος στόχος ήταν τα συγκροτήματα αυτά να αποτελέσουν το συνδυασμό πολυώροφων μπλοκ πολυκατοικιών, όπου ολόκληρη η κοινωνική ζωή των κατοίκων -τα σπίτια, η αγορά, οι χώροι εκπαίδευσης και ψυχαγωγίας- θα ήταν συγκεντρωμένη δίπλα στα εργοστάσια στα οποία οι κάτοικοι υποτίθεται ότι θα εργάζονταν. Η οικονομική ύφεση της δεκαετίας του ‘70 όμως δεν επέτρεψε κάτι τέτοιο. Οι περισσότερες δουλειές πλέον αναφέρονται στον κλάδο της παροχής υπηρεσιών και απαιτούν ένα συγκεκριμένο επίπεδο εκπαίδευσης, ενώ χαρακτηριστικά να αναφέρουμε πως ενώ η ανεργία στους νέους σε εθνικό επίπεδο κυμαίνεται στο 20%, σε μερικά προάστια αγγίζει το 85%.

Σήμερα, τα cités μοιάζουν περισσότερο με τόπους εξορίας. Είναι ερειπωμένα και απομονωμένα. Δεν αποτελούν τόσο τα όρια της πόλης όσο χώρους που βρίσκονται εκτός των ορίων της πόλης και ταυτόχρονα εντός, τόπους που εξαιρούνται και ενσωματώνονται ανάλογα με το πότε κρίνει η εξουσία. Το banlieu (στα γαλλικά ban=απαγορεύω και lieu=τόπος) είναι ένας τόπος υπό απαγόρευση, προνομιακός όμως για την εξουσία. Εκεί εφαρμόζονται πειραματικά στρατηγικές καταστολής και ελέγχου που αργότερα θα εφαρμοστούν σε ολόκληρη την κοινωνία. Υπό αυτή την έννοια τα προάστια αποτελούν τον παραδειγματικό πυρήνα οργάνωσης και διαχείρισης της κοινωνικής ζωής στις σύγχρονες μητροπόλεις.

Racailles: «Τα αποβράσματα»

Οι νέοι των προαστίων στη Γαλλία είναι Γάλλοι πολίτες με πλήρη δικαιώματα και υποχρεώσεις. Οι γονείς τους είναι μετανάστες από αφρικανικές στην πλειοψηφία τους χώρες. Από την πρώτη στιγμή που ξεκινά η απόπειρα ένταξης τους στην κοινωνική ζωή της πόλης βιώνουν μια σειρά από αποκλεισμούς. Στο σχολείο καλούνται να αφομοιώσουν ένα σύστημα αξιών που προέρχεται από τα πάνω χωρίς να επικυρώνεται κοινωνικά και χωρίς να έχει στέρεες ιδεολογικές βάσεις. Ακόμη περισσότερο, καλούνται να ενστερνιστούν τις ιδέες μιας βαθιά εθνοκεντρικής εκπαίδευσης, που είναι άξιος κληρονόμος των παραδόσεων του ευρωπαϊκού εθνικισμού. Τη στιγμή που στο σπίτι τους μιλούν αραβικά, μεγαλώνουν με ιστορίες φερμένες από το Μαρόκο, την Αλγερία, τη Σενεγάλη ή ακόμα και από τη Μαρτινίκα ή τη Γουαδελούπη, το επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα έρχεται να δημιουργήσει μια πρώτη σοβαρή σύγχυση καθώς η υποχρεωτική διδασκαλία της γαλλικής ως μητρικής γλώσσας, οι μονομερείς αναφορές στη γαλλική ιστορία με παραδείγματα του τύπου “οι πρόγονοι μας οι Γαλάτες” δημιουργούν ένα σαφές πρόβλημα στα παιδιά των προαστίων στην προσπάθεια δόμησης μιας συλλογικής ταυτότητας που να τους χωρά, ενώ παράλληλα ισοπεδώνουν τις διαφορές καταγωγής και επιβάλλουν τη διαμόρφωση ενός ενιαίου χώρου εθνικής συνείδησης.

Τα παιδιά των προαστίων δύσκολα θα τελειώσουν το σχολείο. Ακόμα όμως κι αν καταφέρουν να πάρουν ένα χαρτί αποφοίτησης από κάποια βαθμίδα του σχολείου, τα παιδιά των Βορειοαφρικανών μεταναστών κατά πάσα πιθανότητα θα βρουν μια αντίστοιχη δουλειά με αυτή που κάνουν εδώ και τριάντα χρόνια οι γονείς τους που ήρθαν στη Γαλλία σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Ο γιος του Μαροκινού ανειδίκευτου εργάτη ή της Αλγερινής καμαριέρας σε χαμηλής κατηγορίας ξενοδοχεία του Παρισιού για παράδειγμα, έχει ελάχιστες ελπίδες να βρει κάτι καλύτερο από τη δουλειά του πατέρα του ή της μητέρας του, ανεξάρτητα από τα σχολικά του εφόδια, που, στις συνθήκες του δεδομένου οικογενειακού και κοινωνικού του περίγυρου, θα υπολείπονται πάντα αυτών των λευκών Γάλλων συνομηλίκων του. Η προσπάθεια βίαιης ενσωμάτωσης της νεολαίας των προαστίων στα κυρίαρχα πρότυπα της λευκής γαλλικής κουλτούρας σημαίνει για τους νέους αυτούς τη βίαιη αποκόλληση από τη δική τους κουλτούρα, από τη μητρική γλώσσα, τη θρησκευτική πίστη και τις πολιτιστικές παραδόσεις των γονιών τους. Για παράδειγμα, η απαγόρευση της μουσουλμανικής μαντίλας στα σχολεία τον Μάρτιο του 2005, η άρνηση του γαλλικού κράτους να αναγνωρίσει το Εΐντ αλ-Αντά (τη γιορτή που σηματοδοτεί το τέλος του προσκυνήματος στη Μέκκα) ως εθνική γιορτή σε αντίθεση με τις καθολικές γιορτές που είναι εθνικές αργίες, το ιστορικό του πρώην προέδρου Σιράκ που έχει δημόσια δικαιολογήσει τον ρατσισμό ως αντίδραση στο «θόρυβο και τη βρώμα» των μεταναστών, όλα αυτά είναι απόδειξη της απόρριψης της θρησκευτικής και πολιτισμικής διαφορετικότητας από τη γαλλική κοινωνία, και της υποκρισίας του γαλλικού κράτους.

Τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, οι ρατσιστικές και ξενοφοβικές προκαταλήψεις της γαλλικής κοινωνίας που εντοπίζονται σ’ όλες τις βαθμίδες της κρατικής διοίκησης, ο οικιστικός διαχωρισμός κι η περιθωριοποίηση, οι επαγγελματικές διακρίσεις, ο θρησκευτικός και πολιτιστικός στιγματισμός, η καθημερινή αστυνομική βία είναι οι παράγοντες που δημιουργούν ένα είδος κοινωνικού απαρτχάιντ, διαμορφώνοντας διαφορετικούς όρους ζωής για τους ανθρώπους των cites. Οι συνθήκες αυτές γίνονται ακόμα χειρότερες για δύο λόγους. Από τη μία η ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική του γαλλικού κράτους που πετσόκοψε τις όποιες παροχές προς συλλόγους γειτονιάς, στα εκπαιδευτικά προγράμματα και στην περίθαλψη. Από την άλλη η στρατιωτικοποίηση της καθημερινής ζωής στα προάστια με χιλιάδες μπάτσους να επιβάλουν την τήρηση της «τάξης και της ασφάλειας».

Ο κοινωνικός και ο οικονομικός αποκλεισμός που περιγράφηκε παραπάνω, συντελείται σε συγκεκριμένες γεωγραφικές ζώνες, με αποτέλεσμα να μιλάμε παράλληλα και για πολεοδομικό απαρτχάιντ. Οι περιοχές γύρω από τα cités είναι πλήρως αστυνομοκρατούμενες. Η αυξημένη αστυνομική παρουσία αποτελεί αιτία δημιουργίας συγκρούσεων με τους νέους των προαστίων, ήδη από τη δεκαετία του 1980 και μετά, συγκρούσεις που παίρνουν μεγάλη έκταση κυρίως ύστερα από σοβαρούς ή και θανάσιμους τραυματισμούς νέων των προαστίων από την αστυνομία.

«Κι όσον αφορά τη φημισμένη διακίνηση, μπορούμε να είμαστε εξίσου σαφείς: ψάχνοντας τα αυτοκίνητα και τις τσέπες, ναι, τα CRS, σίγουρα βρήκαν λίγη κάνναβη, κάποια κλεμμένα τηλέφωνα και ραδιόφωνα αυτοκινήτων, κι άλλα είδη του ίδιου επιπέδου. Ίσως να έβαλαν χέρι και σε τίποτα κλεμμένα αυτοκίνητα.

Αλλά ακόμα κι αν ερευνήσουν όλη τη γειτονιά από την καλή και την ανάποδη, σίγουρα δεν θα βρουν διακινητές διαμερισμάτων 600 τετραγωνικών, ούτε καταχραστές της δημόσιας περιουσίας, ούτε κλέφτες δημόσιου χρήματος». Όλοι αυτό μένουν αλλού, μακριά από τους ελέγχους. Προστατευμένοι από τους ελέγχους…»

Περιγραφή κατοίκου των γαλλικών προαστίων

Μέσα σ’ αυτό το άκρως εγκλωβιστικό περιβάλλον, οι κάτοικοι των προαστίων ανέπτυξαν σταδιακά μια δική τους, εσωτερική και άτυπη οικονομική δραστηριότητα που περιλαμβάνει μαύρες αγορές γύρω από το εμπόριο ναρκωτικών και όπλων και την διακίνηση κλεμμένων εμπορευμάτων. Καθημερινά λειτουργούν ανοιχτές αγορές όπου βρίσκει κανείς όλα τα απαραίτητα για τη διατροφή, την ένδυση ή τις σχολικές προμήθειες σε τιμές πολύ πιο προσιτές από αυτές των μεγάλων εμπορικών κέντρων. Αντίστοιχα, όσοι έχουν δικά τους οχήματα τα δουλεύουν ως ανεπίσημα ταξί, για να εξυπηρετούν τους υπόλοιπους στις μετακινήσεις προς τους σταθμούς του μετρό, μιας και στα προάστια λειτουργούν μόλις 120 στάσεις μετρό και λεωφορείων για να καλύψουν μερικές χιλιάδες κοινότητες που συνθέτουν τα παρισινά προάστια. Η αστυνομία είναι ο μόνος εκπρόσωπος του γαλλικού κράτους στα προάστια, μετατρέποντας έτσι το μίσος των νέων για τους μπάτσους σε πλήρη άρνηση του γαλλικού κοινωνικού συστήματος που το μόνο που τους παρέχει είναι φτώχεια, βία και καταστολή. Απότοκο αυτής της συνθήκης είναι και η δημιουργία μιας κλειστής, ιδιαίτερης κουλτούρας που γεννιέται στα υποβαθμισμένα προάστια. Σε συνδυασμό με τη φτώχεια, την ανεργία και τον αποκλεισμό, η διαρκής υπενθύμιση από τα μέσα ενημέρωσης και το επίσημο κράτος ότι πρόκειται για αποβράσματα που είναι ανεπιθύμητα στη χώρα, τους οδηγεί στην ανάπτυξη μιας δυναμικής υποκουλτούρας που αποστρέφεται κάθε τι που η γαλλική κοινωνία ορίζει ως κανονικό, δομημένη πάνω στη ραπ μουσική και στους πολύ ισχυρούς συμμορίτικους δεσμούς. Ο όρος racaille που χρησιμοποίησε ο Σαρκοζί για να τους χαρακτηρίσει είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται εδώ και πολλά χρόνια στα προάστια για να υποδηλώσει την εχθρότητα προς τα πρότυπα που επιβάλλει η γαλλική κοινωνία.

Η εξέγερση των αποκλεισμένων σε μια κοινωνία ελέγχου και καταστολής

Σε μια κοινωνία που μαστίζεται από ωμή και ολοκληρωτική βία, από συνθήκες εξαθλίωσης και εγκλεισμού, το όνειρο της απόδρασης είναι για τους κατοίκους της η μόνη ελπίδα για να συνεχίζουν να ζουν. Η ιδέα πως το αύριο θα είναι καλύτερο από το σήμερα, η ζωή θα κυλάει με βάση τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους, χωρίς διαταγές, υποχρεώσεις και καθημερινούς εξευτελισμούς. Οι εξεγερμένοι των γαλλικών προαστίων όμως δεν επιχείρησαν κανενός τύπου απόδραση, δεν σήκωσαν ανάστημα για να κάνουν το πέρασμα σε μια άλλη ζωή. Οι γονείς τους ήρθαν στη Γαλλία ελπίζοντας ακριβώς σ’ αυτό. Στο να ζήσουν το καπιταλιστικό όνειρο και σύντομα αντιλήφθηκαν πως επρόκειτο για εφιάλτη. Αυτοί, τώρα, δεν ήταν πλέον διατεθειμένοι να πέσουν στην ίδια παγίδα. Φαίνεται πως γνώριζαν καλά πως κανένα καλύτερο μέλλον δεν τους περιμένει σε κανέναν καλύτερο τόπο. Έτσι λοιπόν αποφάσισαν να παλέψουν εκεί ακριβώς που συντελείται ο αργός καθημερινός τους θάνατος. Εξεγέρθηκαν ενάντια στην ίδια τους τη ζωή και η εξέγερση τους αυτή ήταν η δική τους πολιτική παρέμβαση στις σχέσεις εξουσίας που επιβάλλονται στο χώρο των γαλλικών προαστίων και στο καθεστώς ελέγχου που διαχέεται παντού.

Οι εξεγερμένοι παρέμειναν στις περιοχές κατοικίας τους, δεν κινήθηκαν προς το κέντρο λήψης των αποφάσεων του γαλλικού κράτους, δεν είχαν σκοπό να «καταλάβουν τα χειμερινά ανάκτορα», δεν κατευθύνθηκαν προς τον πύργο της διοίκησης για να ζητήσουν κι αυτοί ένα κομμάτι από τη μοιρασιά. Γνώριζαν καλά πως κάτι τέτοιο δεν τους χωρούσε σε καμιά περίπτωση. Η στάση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί από ορισμένους ως απολίτικη, αυτοαναφορική, αφελής και αδιέξοδη. Κάθε άλλο όμως. Το ότι δεν αντιπαρατέθηκαν με την κεντρική εξουσία κατά μέτωπο δε σημαίνει πως δεν αμφισβήτησαν την εξουσία γενικά. Έμειναν στον τόπο τους, έκαψαν και λεηλάτησαν τις γειτονιές τους αμφισβητώντας στην πράξη την εξουσία και τις επιλογές της. Δεν προέβησαν σε συνδιαλλαγή μαζί της γιατί ο τοίχος που δεν επιτρέπει το διάλογο έχει υψωθεί στα προάστια εδώ και πολλά χρόνια. Αντίθετα, αντιπαρατέθηκαν με μια εξουσία καθημερινή, διάχυτη και διαρκή που στοιχειώνει τις ζωές τους. Συγκρούστηκαν με όλες εκείνες τις μικρές και μεγάλες στιγμές που καθημερινά τους επιφυλάσσουν οι πρακτικές της αστυνόμευσης, της ασφυκτικά ελεγχόμενης κίνησης στην πόλη, της παρακολούθησης, των κωδίκων ευπρέπειας που συνθέτουν αυτό το ευρύτερο και πολυδαίδαλο πλέγμα επιβολής της καταστολής και του ρατσισμού πάνω στις ζωές τους.

Πιο συγκεκριμένα, αμφισβήτησαν στην πράξη το εκπαιδευτικό σύστημα που τους καταδικάζει στην άγνοια και την αμάθεια πετώντας τους έξω ως «απόβλητους» και «αποτυχημένους», συνθέτοντας τη δική τους γλώσσα. Μια γλώσσα που υπάρχει από καιρό σε μια διακειμενική σχέση με τη γλώσσα των ράπερ της Αμερικής και έχει διαδοθεί μέσω της γαλλικής ραπ μουσικής σαμποτάροντας έτσι στην πράξη την περίφημη ενότητα της γλώσσας που ευαγγελίζονται «οι σοφοί της παιδείας», αλλά στην πραγματικότητα πραξικοπηματικά τους έχει επιβληθεί από το γαλλικό κράτος. Έκαψαν τα δημόσια κτίρια μιας και εκεί απεικονίζεται γι’ αυτούς η ύπαρξη του κράτους στις περιοχές τους. Επιτέθηκαν με μένος στην αστυνομία, παίρνοντας πέτρες, βόμβες μολότοφ και όπλα επιστρέφοντας ένα μικρό μόνο κομμάτι από τη βία που τους επιφυλάσσουν οι καθημερινοί τους δυνάστες. Έσπασαν τη βιτρίνα του καταναλωτικού τρόπου ζωής πλιατσικολογώντας και λεηλατώντας τα εμπορικά καταστήματα και τα super market δείχνοντας πως σε έναν τόπο που οι ευκαιρίες για δουλειά απουσιάζουν δεν μπορεί να βασιλεύει το εμπόρευμα και το χρήμα. Έσπασαν λεωφορεία, σημαδεύοντας έτσι τα μέσα εκείνα που ενώ τους επιτρέπουν να περάσουν τα σύνορα των περιοχών τους, αποτελούν ταυτόχρονα και τα πεδία εκδήλωσης της ρατσιστικής βίας από τους ελεγκτές και τους λευκούς Γάλλους που αφελώς και στρεβλά τους έχουν ενοχοποιήσει για τα δεκάδες προβλήματα των δικών τους ζωών. Έκαψαν τα αυτοκίνητα τους, των συγγενών, των φίλων και των γειτόνων τους, μια συνήθεια που υπάρχει από πολύ παλιά στα προάστια και αποτελεί μια συμβολική κίνηση πρόκλησης ούτως ώστε να βγουν από την αφάνεια δείχνοντας σε όλη τη γαλλική κοινωνία την ύπαρξη τους, τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους. Έστειλαν τέλος σινιάλο ξεσηκωμού και αλληλεγγύης σε όλους όσοι βιώνουν την ίδια συνθήκη στην καθημερινότητα τους με αποτέλεσμα το άπλωμα της εξέγερσης σε όλες τις μεγάλες γαλλικές πόλεις.

Με λίγα λόγια, διασάλευσαν την «κοινωνική ειρήνη» δημιουργώντας εστίες ταραχών αυτή τη φορά με δική τους πρωτοβουλία. Μια ειρήνη που από καιρό έχει πάψει να υπάρχει καθώς έχει υποκατασταθεί από ένα διαρκή πόλεμο χαμηλής έντασης που το γαλλικό κράτος διεξάγει στα προάστια. Πως αλλιώς άλλωστε μπορούν να εξηγηθούν οι περισσότερες από 200 δολοφονίες νεαρών με καταγωγή εκτός Ευρώπης εξαιτίας της αστυνομικής βίας από τη δεκαετία του ’80 μέχρι σήμερα;

Αντί Επιλόγου

Εκείνο που επιβεβαιώνει η εξέγερση των γαλλικών προαστίων είναι πως η κρίση που περνά τα τελευταία χρόνια ο καπιταλιστικός κόσμος και η ίδια του η φύση, ως σύστημα αναπαραγωγής και όξυνσης των συνθηκών εκμετάλλευσης και καταπίεσης στην κοινωνία, έχει μεταφέρει τον πόλεμο στο εσωτερικό των μητροπόλεων του. Από τους αποικιακούς πολέμους μέχρι αυτούς που γίνονται στις μέρες μας για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, εκείνη που υφίσταται τις πολεμικές επιχειρήσεις, τη φτώχεια, την πείνα, την εξαθλίωση είναι κατά κύριο λόγο η καπιταλιστική περιφέρεια. Σήμερα, τα απόνερα των επιλογών αυτών έχουν ήδη φτάσει στο καπιταλιστικό κέντρο δημιουργώντας μια ωρολογιακή βόμβα στην καρδιά του δυτικού κόσμου. Η σύγχρονη μετανάστευση, κύριο απότοκο της λεηλασίας περιοχών του πλανήτη όπως η Ασία και η Αφρική, έχει εξελιχθεί σε μείζων ζήτημα για τα ευρωπαϊκά κράτη και τις ΗΠΑ. Οι άνθρωποι που ξεριζώθηκαν από τους τόπους τους για να ψάξουν ένα καλύτερο μέλλον στη Δύση, ήρθαν και το μόνο που βρήκαν είναι ταπείνωση, εξαθλίωση και αποκλεισμούς. Το ίδιο και τα παιδιά τους. Αν κάτι τους έχει απομείνει είναι τα βίαια, γεμάτα οργή και άρνηση, ξεσπάσματα, οι μικρές στιγμές ελευθερίας ενάντια σε μια ζωή καθημερινής υποδούλωσης.

Ένα ακόμα στοιχείο που ανέδειξε η εξέγερση των γαλλικών προαστίων είναι μια καινούργια συνθήκη: οι μετανάστες, πρώτης ή δεύτερης γενιάς, με ή και χωρίς χαρτιά αποδεικνύονται, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι απόκληροι του καπιταλιστικού κόσμου, που μαζί με τους υπόλοιπους εξαθλιωμένους της μητρόπολης συνθέτουν τις στρατιές των σύγχρονων πληβείων. Η εξέγερση λοιπόν στις φτωχογειτονιές των γαλλικών πόλεων, αποτελεί μια από τις αυθεντικότερες εκφράσεις του σύγχρονου ταξικού ανταγωνισμού όπως αυτός πλέον εκφράζεται στην καρδιά της πολιτισμένης Δύσης, εκεί όπου συσσωρεύεται ο πλούτος και η δύναμη, αλλά και η φτώχεια, η απόγνωση και η οργή των απόκληρων της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, αυτών που αποτελούν τον “τρίτο” κόσμο στο εσωτερικό του “πρώτου” κόσμου. Πρόκειται για έναν κόσμο στο περιθώριο της καπιταλιστικής μητρόπολης, καταδικασμένο να ζει καθημερινά μέσα στην αγωνία μιας επισφαλούς επιβίωσης και να υφίσταται τις διαρκείς επιδρομές των κατασταλτικών κρατικών συμμοριών. Έναν κόσμο όπου αυτό που παίρνει δεν ενοποιείται μόνο στη βάση αυτής καθεαυτής της καταγωγής του, αλλά κυρίως με βάση την ταξική συνθήκη που απορρέει από αυτήν, μια συνθήκη στην οποία αρνούνται να υποταχθούν. Αυτό που τους ενοποιεί είναι το ζοφερό παρόν και το ακόμα πιο ζοφερό μέλλον που τους επιφυλάσσεται.

Κλείνοντας, αυτό που έφεραν στο προσκήνιο τα γεγονότα του Νοέμβρη του 2005 είναι τη δυνατότητα γκρεμίσματος και επαναθεμελίωσης της κοινωνικής ζωής μέσα από μια εξεγερτική κατάσταση. Η εξέγερση των προαστίων δεν ήταν ένα γεγονός με αρχή, μέση και τέλος, τουλάχιστον όχι με αυτή τη σειρά. Δεν ακολούθησε τη γραμμική πορεία κινημάτων που ξεκινούν από ένα σημείο και απλώνονται ώστε να δημιουργήσουν μάζες που δυναμικά πορεύονται με έναν κοινό σκοπό προς τον κεντρικό πύργο. Η εξέγερση ξεπήδησε στα προάστια του Παρισιού και διαχύθηκε σε άλλα προάστια εκτός της πρωτεύουσας. Η αστυνομική καταστολή που ακολούθησε ήταν αποτελεσματική μόνο ως προς την επαναφορά της «τάξης» στα προάστια, αλλά όχι ως προς την επίδραση της εξέγερσης που διαχύθηκε και συνεχίζει να διαχέεται πέρα από τα προάστια, πέρα από τη Γαλλία και πέρα από την Ευρώπη. Δηλαδή η καταστολή της εξέγερσης δεν σηματοδοτεί ένα τέλος. Σαν ρίζωμα, ακόμη και αν αποκοπεί από τις ρίζες της, η εξέγερση θα ξεπηδήσει σε διαφορετικό πλαίσιο, με διαφορετική μορφή.

Δήμος Π.

[Το κείμενο βασίστηκε σε εργασία του 2011]

Παράρτημα

1. Το κείμενο που ακολουθεί είναι γραμμένο από έναν νέο που συμμετείχε στην Παρισινή εξέγερση.

Δημοσιεύτηκε στο Παρισινό ιντυμίντια

“Η εξέγερση λυσσομανά, το αντάρτικο πόλεων εξαπλώθηκε σε όλες τις συνοικίες. Οι αιτίες βρίσκονται στην κοινωνική αδικία και στην καθημερινή βία: διακρίσεις, περιθωριοποίηση ανυπόφορες συνθήκες ζωής. Σήμερα είναι πια πολύ αργά για τους «μεγάλους μας δούκες» να πάρουν νέα μέτρα, για να κάνουν πιο υποφερτές τις συνθήκες ζωής στις συνοικίες μας, που ούτως ή άλλως δεν ήταν ποτέ ανθρώπινες ούτε ποτέ θα γίνουν. Δεν θέλουμε πια τον διάλογο, αρκετά κοροϊδέψατε με τα λόγια τους πατεράδες και τις οικογένειές μας. Ο διάλογος έχει πάψει μια για πάντα, μην προσπαθείτε να μας αποκοιμίσετε. ΜΗΝ ΝΟΜΙΖΕΤΕ ΟΤΙ ΘΑ ΜΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΕΤΕ επειδή βάζετε τους ιμάμηδες και τα φερέφωνα που έχετε μετατρέψει σε όργανά σας να εκδίδουν εκκλήσεις για ηρεμία. Δεν έχουμε όπλα μαζικής καταστροφής, μόνο μερικά αυτοσχέδια εκρηκτικά, δεν έχουμε βομβαρδιστικά, έχουμε μόνο τις τσέπες μας… τρέμετε όμως μικροί βαρόνοι του Νεϊγύ*!

Σήμερα είμαστε στις συνοικίες μας, σε λίγες μέρες θα είμαστε στην πόρτα του σπιτιού σας! Η μάχη που ξεκινάει είναι μακρά και δίκαιη. Είμαστε δημιούργημα της κοινωνίας, κι αυτό δείχνει ότι ο πολιτισμός σας βαδίζει στον χαμό. Δεν έχουμε τίποτε πια να χάσουμε, θα προτιμήσουμε να πνιγούμε μέσα στο αίμα, παρά μέσα στα σκατά…

Μαχητές-ταραξίες του 93**

* Νειγύ: σικ προάστιο στα δυτικά του Παρισιού, παραδοσιακός τόπος κατοικίας πολλών αξιωματικών του στρατού και μεγαλοαστών (κάτι σαν του Παπάγου)

** 93-Seine-St Denis. Διοικητικό διαμέρισμα αποτελούμενο από λαϊκά προάστια ΒΑ του Παρισιού ”

ΠΗΓΕΣ

Ghali Hassan, French Ghettos, Police Violence and Racism 2005, GlobalResearch.ca

Paul Silverstein – Chantal Tetreault, Postcolonial Urban Apartheid

Jocelyne Cesari, Ethnicity, Islam, and les banlieues: Confusing the Issues

Stéphane Dufoix, More Than Riots: A Question of Spheres

Alec G. Hargreaves, An Emperor with No Clothes?

Riva Kastoryano, Territories of Identities in France

Franck Poupeau, French Sociology Under Fire: A preliminary diagnosis of the November 2005 “urban riots”

Olivier Roy, The Nature of the French Riots

Bernard Salanié, The Riots in France: An Economist’s View

Ezra Suleiman, France: One and Divisible

Michel Wieviorka, Violence in France

Catherine Wihtol de Wenden, Reflections “À Chaud” on the French Suburban Crisis

Τ.Η Marshall -T. Bottomore, Ιδιότητα του πολίτη και κοινωνική τάξη, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2001

Paul Silverstein – Chantal Tetreault, «Βία στα γαλλικά προάστια», Middle East Research and Information Project, περιοδικό Sarajevo 

Robert Castel, Οι δυσμενείς διακρίσεις: το έλλειμμα της ιδιότητας του πολίτη στους νέους των προαστίων στο: Μετανάστευση και κοινωνικά σύνορα. Διαδικασίες αφομοίωσης, ενσωμάτωσης ή αποκλεισμού, επιμ. Λ. Βεντούρα, εκδ. Νήσος, Αθήνα 2011

Etienne Balibar, Uprisngs in the banlieues (Εξέγερση στα προάστια) στο: Μετανάστευση και κοινωνικά σύνορα. Διαδικασίες αφομοίωσης, ενσωμάτωσης ή αποκλεισμού, επιμ. Λ. Βεντούρα, εκδ. Νήσος, Αθήνα 2011

Ανδρέας Πανταζόπουλος, Η Γαλλία φλέγεται, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2005

Παύλος Χατζόπουλος, Ελένη Καμπούρη, Οδοί διαφυγής στην εξέγερση των γαλλικών προαστίων, περιοδικό Θέσεις Τεύχος 95, περίοδος: Απρίλιος – Ιούνιος 2006

Charles Reeve, Σιωπηλοί εμπρησμοί, Τα παιδιά της Γαλαρίας, τ.13, Ιανουάριος 2006

Γαλλικά προάστια: το απαρτχάιντ της Republique, Μαρία Λούκα, Νοέμβρης 2011 

Θερσίτης: Για τα γαλλικά γκέτο. Η λάβα αιφνιδιάζει μόνο αυτούς που δεν βλέπουν το Ηφαίστειο

Ντοκιμαντερ: Παρίσι 2005, Εξάντας