Είστε εργάτες, μεροκαματιάρηδες, συνεχίστε την απεργία μέχρι την τελική νίκη, για μια νέα κοινωνία όπου δεν θα υπάρχουν φτωχοί ή πλούσιοι, μια κοινωνία χωρίς όπλα και βαθμοφόρους, όπου κυριαρχεί η χαρά, ο σεβασμός για τον άνθρωπο, όπου κανείς δεν θα χρειάζεται να προσκυνάει γιατί δεν θα υπάρχουν ούτε ρασοφόροι ούτε ανώτεροι. -Ο Αντόνιο Σότο στην τελευταία γενική συνέλευση των απεργών της Παταγονίας.

Ο Αντόνιο Γκονσάλο Σότο Καναλέχο γεννήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1897 στο Φερόλ, στη Γαλικία της Ισπανίας. Ο πατέρας του ήταν ναυτικός και είχε πνιγεί στη θάλασσα κατά τη διάρκεια του Πολέμου Ανεξαρτησίας της Κούβας πριν από τη γέννησή του. Η οικογένειά του μετακόμισε στην Αργεντινή όταν ο Αντόνιο ήταν 13 ετών. Αντιμετώπισε όμως προβλήματα προσαρμογής στο νέο περιβάλλον κι έτσι επέστρεψε στη Γαλικία.
Το ξέσπασμα του Α' Παγκόσμιου Πολέμου βρήκε τον Σότο σε ηλικία 17 ετών. Επηρεασμένος από την κριτική του Λέο Τολστόι για τη στρατιωτική θητεία, αποφασίζει να το σκάσει στο Μπουένος Άιρες. Η πόλη βρισκόταν σε περίοδο αναβρασμού με συνεχείς ταραχές, συγκρούσεις και απεργίες. Τα αναρχικά έντυπα κυκλοφορούσαν μαζικά και το εργατικό και ελευθεριακό κίνημα ήταν πολυπληθές και δυναμικό. Ο Σότο δεν άργησε να συνδεθεί μαζί του.
Στην ηλικία των 22 εντάχθηκε σε έναν περιοδεύοντα θίασο, ο οποίος έδινε παραστάσεις στα λιμάνια της Παταγονίας το 1919. Εκείνη την περίοδο η περιοχή υπέφερε από τη ραγδαία πτώση των τιμών του μαλλιού, κάτι που οδήγησε σε περικοπές μισθών και όξυνε τον ανταγωνισμό μεταξύ των -κατά κύριο λόγο Βρετανών- γαιοκτημόνων και των εργατών τους. Ο τοπικός Εργατικός Σύλλογος άρχισε να οργανώνεται απέναντι στους εργοδότες στο Ρίο Γκαγιέγκος. Ένα από τα κορυφαία μέλη του, ο Βάσκος δημοσιογράφος Χοσέ Μαρία Μπορέρο (José María Borrero) είδε στον Σότο έναν δυναμικό αγωνιστή και τον έπεισε να παρατήσει τον θίασο και να μείνει για να βοηθήσει τον Εργατικό Σύλλογο. Ο Σότο έμαθε για τα δεινά των Χιλιανών μεταναστών και των ντόπιων εργατών με ινδιάνικη καταγωγή, στους οποίους οι κτηνοτρόφοι γαιοκτήμονες συμπεριφέρονταν με λιγότερο σεβασμό σε σχέση με τα πρόβατά τους. Ο Σότο έπιασε δουλειά ως λιμενεργάτης.
Μέσα σε λίγους μήνες, στις 24 Μαΐου 1920, η γενική συνέλευση του Εργατικού Συλλόγου του Ρίο Γκαγιέγκος αποφάσισε να συνδεθεί με τη FORA, την αργεντίνικη αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση, ενώ εξέλεξε τον Σότο ως γενικό γραμματέα. Οι αναρχικοί είχαν σημαντική παρουσία στην τοπική οργάνωση και επηρέαζαν τους ντόπιους και μετανάστες εργάτες.
Ο ρόλος του Σότο στην οργάνωση των εργατών του Ρίο Γκαγιέγκος ήταν καθοριστικός κι έτσι ξεκίνησαν κάποιες απεργίες, ενώ πραγματοποιήθηκε και πορεία για την ενδέκατη επέτειο από την εκτέλεση του Ισπανού αναρχικού παιδαγωγού Φρανσίσκο Φερέρ. Με αυτές τις κινήσεις ο Σότο μπήκε στο στόχαστρο των εργοδοτών και έγινε μια αποτυχημένη απόπειρα εναντίον της ζωής του, όπου τον έσωσε το ρολόι που είχε στην τσέπη του.
Κατά τους τελευταίους μήνες του 1920 η δράση του Εργατικού Συλλόγου κλιμακώνεται, καθώς μια σειρά τοπικών απεργιών και άλλων ενεργειών θα εξελιχθεί σε γενική απεργία. Η ταξική σύγκρουση οξύνθηκε σε όλη την περιοχή και πραγματοποιήθηκαν επιθέσεις και καταλήψεις σε πλούσια αγροκτήματα από ένοπλους εργάτες. Ο πρόεδρος Ιριγκόγκεν έστειλε μια δύναμη ιππικού από το Μπουένος Άιρες για να καταστείλει την εξέγερση τον Ιανουάριο του 1921, η οποία καθοδηγούταν από τον αντισυνταγματάρχη Βαρέλα. Το κράτος θα έδινε αμνηστία σε όσους απεργούς παρέδιδαν τα όπλα τους, φανερώνοντας μια αρχική διαπραγματευτική διάθεση, κατόπιν και τοπικών πιέσεων. Παρά τις συλλήψεις πολλών αγωνιστών, ο Σότο κατάφερε να διαφύγει, βρίσκοντας καταφύγιο στα περίχωρα του Ρίο Γκαγιέγκος από τη Δόνα Κάρμεν ή «Δόνα Μάξιμα Λίστα» (ένα λογοπαίγνιο με τη λέξη «μαξιμαλιστής» στα ισπανικά), όπως τη φώναζαν χιουμοριστικά οι αναρχικοί. Η Δόνα Κάρμεν είχε ένα μικρό εστιατόριο και παρά τα σχεδόν 80 της χρόνια, ήταν μια αφοσιωμένη αναρχική που στήριζε το εργατικό κίνημα.
Παρά μια σχετική νίκη των εργατών στο πρώτο απεργιακό κύμα, ο αναβρασμός διατηρήθηκε τους επόμενους μήνες με απεργίες σε διάφορα λιμάνια, οδηγώντας σε ένα δεύτερο κύμα απεργιών. Η όξυνση της ταξικής σύγκρουσης έφερε και όξυνση της βίας.
Το κράτος έστειλε ξανά τον Βαρέλα. Αυτή τη φορά δεν είχε διαταγές να διαπραγματευτεί και να κάνει ειρήνη, αλλά να εξαπολύσει ένα λουτρό αίματος. Αρχικά διέλυσε το εργατικό κίνημα στις πόλεις. Ο Σότο αποφάσισε να συνεχίσει τον αγώνα στην ύπαιθρο και συγκέντρωσε μια μεγάλη ένοπλη ομάδα εργατών γης. Οι δυνάμεις του Βαρέλα ξεκίνησαν να καταδιώκουν τους επαναστάτες στις αχανείς εκτάσεις της Παταγονίας. Το μακελειό που ακολούθησε δεν είχε προηγούμενο. Παρόλο που πολλές φορές υποσχέθηκαν στους εργάτες τις ζωές τους αν αυτοί παραδίνονταν, μόλις κατέβαζαν τα όπλα, τους συλλάμβαναν και τους εκτελούσαν.
Οι δυνάμεις του Βαρέλα εντόπισαν τελικά τον Σότο και την ομάδα του σε ένα ράντσο. Ο Σότο δεν είχε ψευδαισθήσεις σχετικά με το τι θα συνέβαινε και προέτρεψε τους εργάτες να χωριστούν σε μικρές ομάδες, να διασκορπιστούν και να συνεχίσουν τον αγώνα. Ο Γερμανός αναρχικός Πάμπλο Σουλτς (Pablo Schulz) πρότεινε να παραμείνουν και να υπερασπιστούν ηρωικά τις θέσεις τους. Η πρόταση του Σότο καταψηφίστηκε, καθώς η πλειοψηφία των εργατών πίστευε ότι θα τύχαιναν καλής μεταχείρισης αν παραδίνονταν. Ο Σότο τότε δραπέτευσε μαζί με λίγους συντρόφους του, αδυνατώντας να τους πείσει.
Αυτοί που παρέμειναν περικυκλώθηκαν και συνελήφθησαν. Στη συνέχεια τους ταπείνωσαν, τους βασάνισαν και τελικά τους εκτέλεσαν. Περισσότεροι από 120 αγωνιστές δολοφονήθηκαν εκεί στις 8 Δεκεμβρίου 1921, ενώ ο συνολικός αριθμός των δολοφονημένων εργατών μπορεί να έφτασε και τους 1.500. Ο Γερμανός αναρχικός Κουρτ Γκούσταβ Βίλκενς εκδικήθηκε γι’ αυτούς τους θανάτους, σκοτώνοντας τον Βαρέλα στο Μπουένος Άιρες το 1923.
Ο Αντόνιο Σότο και η ομάδα του το έσκασαν στη Χιλή, με τον αργεντίνικο στρατό να τους καταδιώκει επί πέντε μέρες, με τη βοήθεια και της αστυνομίας της Χιλής. Τελικά κατάφεραν να φτάσουν στο Πουέρτο Νατάλες, στη γειτονική χώρα. Από εκεί ο Σότο πήγε στο Πούντα Αρένας, όπου τον βοήθησε να κρυφτεί η Εργατική Ομοσπονδία του Μαγκαγιάνες. Ο Σότο έμεινε σε ένα μικρό ξενοδοχείο κι εκεί γνώρισε την πρώτη του σύζυγο με την οποία έκαναν μαζί έξι παιδιά. Αργότερα μετακόμισε μαζί της στο Ικίκε, στη βόρεια Χιλή. Εκεί δούλεψε σε ένα ορυχείο νιτρικού άλατος, αλλά ένα εργατικό ατύχημα τον άφησε με σοβαρά εγκαύματα κι έτσι μετακόμισε στο Βαλπαραΐσο. Εκεί δούλευε ως οδηγός λεωφορείου, ενώ συνέχιζε τη δράση του ως αναρχικός. Οι αστυνομικές διώξεις τον έκαναν να μετακομίζει συνεχώς και να αλλάζει δουλειές. Στο Πούντα Αρένας βρήκε δουλειά ως εργάτης σε φάρμα, ενώ στο Πουέρτο Νατάλες άνοιξε έναν μικρό κινηματογράφο.
Πολλές φορές επαναλήφθηκε το ψέμα ότι ο Σότο είχε εγκαταλείψει τους άλλους κι έτσι ο ίδιος αποφάσισε να δώσει εξηγήσεις, περνώντας κρυφά τα σύνορα κι επιστρέφοντας πίσω στο Ρίο Γκαγιέγκος 12 χρόνια αργότερα, το 1933. Η καταστολή είχε αφήσει όμως το σημάδι της. Παραβρέθηκαν για να τον ακούσουν κάποιοι λίγοι επιζήσαντες που είχαν καταφέρει να διαφύγουν του μακελειού. Ο λόγος που έβγαλε τους συγκίνησε και τους άγγιξε βαθιά. Άρχισε να προετοιμάζει κάποια πράγματα μετά την επανασύνδεσή του με παλιούς του συντρόφους, έγινε όμως αντιληπτός από τις αρχές και ο κυβερνήτης της περιοχής έδωσε εντολή να απελαθεί.
Το 1936 όταν ξέσπασε ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος, ο Σότο είχε την πρόθεση να πάει στην Ισπανία να πολεμήσει, αλλά δεν του το επέτρεψε η υγεία του. Στις 5 Μαΐου 1938 παντρεύτηκε τη δεύτερη γυναίκα του, με την οποία απέκτησε μια κόρη. Το 1945 η οικογένεια εγκαταστάθηκε οριστικά στο Πούντα Αρένας, όπου δούλεψε ως εργάτης σε χυτήριο σιδήρου και ως μανάβης, ανοίγοντας στη συνέχεια ένα εστιατόριο, στο οποίο έδωσε το όνομα του πλοίου με το οποίο είχε πνιγεί ο πατέρας του.

Soto con isabel500
Η υγεία του τον ανάγκασε να εγκαταλείψει το εστιατόριο και τότε άνοιξε ένα μικρό ξενοδοχείο και παράλληλα οδηγούσε ένα φορτηγό που έκανε το δρομολόγιο για το λιμάνι. Το ξενοδοχείο του υπήρξε σημείο συνάντησης για δημοσιογράφους, καλλιτέχνες, πρόσφυγες από τον Ισπανικό Εμφύλιο και γενικά ελεύθερα σκεπτόμενους ανθρώπους και ανήσυχα πνεύματα. Παρόλο που η πολιτική του δραστηριότητα μειώθηκε αισθητά, παρέμεινε αφοσιωμένος στα αναρχικά ιδανικά μέχρι το τέλος.
Το 1962 σταμάτησε να δουλεύει και πέθανε από εγκεφαλική θρόμβωση στις 11 Μαΐου 1963, σε ηλικία 65 ετών. Στην κηδεία του παραβρέθηκαν πολλοί σύντροφοι και φίλοι του, ανάμεσα στους οποίους και μια ομάδα μαθητών, οι οποίοι θυμούνταν ότι ο Αντόνιο υπήρξε ο εμπνευστής της πρώτης μαθητικής απεργίας στο Πούντα Αρένας σε αλληλεγγύη στον αγώνα των δασκάλων τους για καλύτερους μισθούς. Σήμερα ένας δρόμος φέρει το όνομά του στη γενέτειρά του στο Ελ Φερόλ.

Πληροφορίες από Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης και libcom. Περισσότερες πληροφορίες για τον Αντόνιο Σότο και τον αγώνα των εργατών της Παταγονίας μπορούν να βρεθούν στο εξαιρετικό βιβλίο του Οσβάλντο Μπάγερ Η εξέγερση στην Παταγονία (εκδόσεις Κουκκίδα)