Τεράστιο πλήθος γυναικών έχοντας και ένα μέρος των αντρών στο πλευρό του ξεχύνεται στους δρόμους, διαδηλώνει ενάντια στην έμφυλη καταπίεση και συγκρούεται σθεναρά με τις κατασταλτικές δυνάμεις. Η συγκεκριμένη κατάσταση, αντανακλά ασφαλώς τη συσσωρευμένη αγανάκτηση και οργή της ιρανικής κοινωνίας για το θεοκρατικό καθεστώς της χώρας, που χρησιμοποιώντας ως εργαλείο τη μουσουλμανική θρησκεία έχει παρεισφρήσει και ελέγχει κάθε πτυχή της ζωής των ανθρώπων. Τα μεγαλύτερα θύματα είναι αναμφίβολα οι γυναίκες, που από τη στιγμή που γεννιούνται πρέπει να μάθουν να επιβιώνουν σε μια πατριαρχική κοινωνία δομημένη πάνω στις έμφυλες διακρίσεις.

Σε αυτή τη συνθήκη βλέπουμε διάφορους πολιτικούς αναλυτές, ακαδημαϊκούς κλπ, προερχόμενοι από το φιλελεύθερο χώρο, να ξεπηδούν και προασπιζόμενοι υποτίθεται τα ανθρώπινα δικαιώματα να βρίσκουν την ευκαιρία να διατρανώσουν την υποκριτική αλληλεγγύη τους στις εξεγερμένες γυναίκες του Ιράν. Τα κίνητρα αυτής της ξαφνικής εκδήλωσης συμπαράστασης από ανθρώπους, που αρνούνται πεισματικά την νομική κατοχύρωση του όρου γυναικοκτονία ή που διοργανώνουν συνέδρια μαζί με την εκκλησία για την υπογεννητικότητα στην Ελλάδα, δεν είναι άλλα από την προσπάθεια κηλίδωσης αφενός του ισλαμικού πολιτισμού, και εξωραϊσμού αφετέρου της επίσης πατριαρχικά δομημένης Δύσης. Μέσω ενός ξενοφοβικού παραληρήματος, κατά το οποίο ο ισλαμισμός επιβουλεύεται τα κεκτημένα της νεωτερικής Δύσης, επιχειρούν να πείσουν την κοινή γνώμη για τη βάρβαρη φύση των Ιρανών, και ταυτόχρονα να απαξιώσουν τους αγώνες για τη γυναικεία χειραφέτηση εδώ. Με επιχειρήματα του τύπου ότι «εκεί τις σκοτώνουν αν δε φοράν τη μαντήλα» και ότι «η μαντήλα δεν είναι το ίδιο με το σταυρουδάκι» αναλαμβάνουν το ρόλο των απολογητών της ορθόδοξης εκκλησίας των «αγνών θρησκευτικών καταβολών», και λειτουργούν παράλληλα ως συγκαλυπτές της εγχώριας έμφυλης βίας.

Στον αντίποδα, χρέος κάθε προοδευτικού ανθρώπου είναι να στέκεται πάντοτε στο πλευρό των καταπιεσμένων γυναικών που εξεγείρονται για να σπάσουν τα δεσμά τους, είτε αυτές βρίσκονται στο Ιράν, είτε στην Ευρώπη ή οπουδήποτε αλλού. Η καταπίεση δε χωρίζεται σε επίπεδα –ανώτερου ή χαμηλότερου βαθμού, αλλά ακόμα και αν χωριζόταν η μικρότερη καταπίεση δε θα έπρεπε να συνεπαγόταν τη συναίνεση των πολιτών σε αυτή. Θέλουμε τις γυναίκες ελεύθερες, όχι λιγότερο καταπιεσμένες. Ο πυρήνας του προβλήματος εντοπίζεται βεβαίως στους πολιτικούς άρχοντες κάθε τόπου, που με σκοπό την εδραίωση της κυριαρχίας τους, χρησιμοποιούν τις θρησκείες για να φανατίσουν, να διχάσουν και να αποπροσανατολίσουν τις μάζες, και όχι στη μαντήλα. Υπερασπιζόμαστε λοιπόν κάθε καταπιεσμένη γυναίκα ανεξάρτητα από το αν αυτό που την καταπιέζει λέγεται μαντήλα, μακριά φούστα ή συζήτηση για γάμο και τεκνοποίηση. Σεβόμαστε -στο πλαίσιο της αυτοδιάθεσης- επίσης την επιθυμία όποιων γυναικών θέλουν να φοράνε τη μαντήλα, και τις υπερασπιζόμαστε απέναντι σε κάθε χρυσαυγίτη που στις μαντήλες και τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις θα αντικρίσει την ευκαιρία να εξαπολύσει πογκρόμ εναντίον τους, χωρίς φυσικά να φτάνουμε στο σημείο να προτάσσουμε την ένδυση με μαντήλα ως στοιχείο ριζοσπαστικού φεμινισμού, και αγωνιζόμενοι πάντα ενάντια στο θρησκευτικό σκοταδισμό.

Το τελευταίο πράγμα στο οποίο πρέπει να υπάρξει προσοχή είναι να μην αντιμετωπιστεί όλο αυτό το ξέσπασμα οργής του Ιρανικού λαού ως ακόμα μια αμερικανοκίνητη εξέγερση, οργανωμένη στα κεντρικά της CIA στο πλαίσιο της στρατηγικής ανάσχεσης των αντιδυτικών καθεστώτων. Από τη στιγμή που ξέσπασαν οι ταραχές, διατυπώνεται μια μυωπική κριτική που θέλει τις αγωνιζόμενες Ιρανές, και κατ’ επέκταση όλο τον κόσμο που στέκεται στο πλευρό τους, αποκλειστικά ως πιόνια στη σκακιέρα των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών προς όφελος των ΗΠΑ. Ακόμα και αν ελλοχεύει όμως ο κίνδυνος να εκφυλιστεί αυτός ο αγώνας σε μια στείρα απολιτική διαμαρτυρία ή ακόμα και αν υπάρχει η πιθανότητα να εξυπηρετηθούν συμφέροντα της Δύσης με μια ενδεχόμενη φθορά του καθεστώτος εκεί, πως γίνεται να παραβλέψει κάποιος την τόλμη, τη δύναμη και τη θέληση αυτών των γυναικών να συγκρουστούν μέχρι τέλους με τους δυνάστες τους, διεκδικώντας ζωή και ελευθερία όπως φωνάζουν και στα συνθήματά τους. Η λύση σίγουρα δεν είναι η απαξίωση της εξέγερσης και συνεπώς των ανθρώπων που μάχονται εκεί. Τουναντίον η πυροδότηση αυτής της ξαφνικής έντασης πρέπει να πολιτικοποιηθεί, να στηριχτεί διεθνώς από τις ριζοσπαστικές δυνάμεις, και γιατί όχι να αποτελέσει παράδειγμα και εφαλτήριο για το ξέσπασμα κοινωνικών αγώνων ενάντια σε κάθε μορφής καταπίεση και σε άλλα μέρη της γης.

Γίνεται σαφές λοιπόν, πως όποιος πιστεύει στην επαναστατική ορμή των ανθρώπων, στη δυνατότητα αλλαγής των πραγμάτων δίχως θεσμικές παρεμβάσεις και κομματικές ηγεμονεύσεις, πρέπει να σταθεί στο πλευρό αυτών των γυναικών, και μακριά τόσο από τον αγκυλωμένο αντιαμερικανισμό που σε κάθε εξέγερση εκτός Δύσης βλέπει μεθοδεύσεις των ΗΠΑ, όσο και από το φιλελεύθερο αφήγημα, που παρουσιάζει ως μόνη λύση στο πρόβλημα τις πολιτείες της Δύσης, τις πολιτείες δηλαδή της υποτιθέμενης ελευθερίας και δημοκρατίας . Ας μην ξεχνάμε ότι όσες φορές αυτοί οι άνθρωποι αναζήτησαν μια καλύτερη ζωή στην πολιτισμένη Δύση μεταναστεύοντας, αυτή τους μύησε από νωρίς στον «πολιτισμό» της, χτίζοντας φράχτες, φυλακίζοντας τους σε καμπ, κάνοντας pushbacks και πνίγοντάς τους στη θάλασσα. Προβλέπεται δε, από εδώ και στο εξής να τους υποδέχεται ακόμα πιο «πολιτισμένα» με τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες να έχουν παραδώσει ήδη τα σκήπτρα της εξουσίας στην ακροδεξιά και με τουλάχιστον άλλες τόσες να φλερτάρουν έντονα με το ενδεχόμενο μιας ακροδεξιάς κυβέρνησης.

 

Κώστας Μ.